Sharon Olds

Σεξ Χωρίς Αγάπη

Πώς το κάνουν, αυτοί που το κάνουν
χωρίς να αγαπιούνται; Όμορφοι σαν χορευτές,
γλιστρούν ο ένας πάνω στον άλλο σαν πατινάζ
δάχτυλα αγκιστρωμένα μέσα
στο σώμα του άλλου, πρόσωπα
κόκκινα σαν μπριζόλα, υγρά όπως
μωρά στη γέννα τη στιγμή που οι μητέρες τους
τα δίνουν. Πώς τελειώνουν στο
τελείωμα του τέλους στο Θεό
στα σιγανά ποτάμια, δίχως να αγαπούν
αυτόν που τελείωσε μαζί τους, φως
που διαλύεται αργά ως ατμός από τα ενωμένα
σώματά τους; Αυτοί είναι οι πραγματικοί πιστοί,
καθαρολόγοι, επαγγελματίες, αυτοί που δε θα
δεχτούν έναν ψεύτικο Μεσσία, που δεν αγαπούν
τον ιερέα αντί της Θεού. Δεν μπερδεύουνε
τον εραστή με τη δική τους ηδονή,
είναι σαν σπουδαίοι δρομείς: ξέρουν ότι είναι μόνοι
σ’ όλη τη διαδρομή, το κρύο, τον αέρα,
το πώς τους πατάνε τα παπούτσια, την εξαιρετική καρδιαγγειακή
τους αντοχή – απλά παράγοντες, όπως ο παρτενέρ τους
στο κρεβάτι, και όχι η αλήθεια, που είναι αυτό το ένα
μοναδικό σώμα μόνο στο σύμπαν
που πρέπει να κάνει γρήγορα.

—Σάρον Όλντς

μετάφραση: Sam Albatros

 

……………………………………………

 

Sex Without Love

How do they do it, the ones who make love
without love? Beautiful as dancers,
gliding over each other like ice-skaters
over the ice, fingers hooked
inside each other’s bodies, faces
red as steak, wine, wet as the
children at birth whose mothers are going to
give them away. How do they come to the
come to the come to the God come to the
still waters, and not love
the one who came there with them, light
rising slowly as steam off their joined
skin? These are the true religious,
the purists, the pros, the ones who will not
accept a false Messiah, love the
priest instead of the God. They do not
mistake the lover for their own pleasure,
they are like great runners: they know they are alone
with the road surface, the cold, the wind,
the fit of their shoes, their over-all cardio-
vascular health ― just factors, like the partner
in the bed, and not the truth, which is the
single body alone in the universe
against its own best time.

—Sharon Olds

 

*

 

Το χειρότερο απ’ όλα

Από τη μια πλευρά του αυτοκινητόδρομου, λόφοι ξεροί.
Από την άλλη, στο βάθος, ύδατα παλιρροιακά
εκβολές, κόλπος, λάρυγγας
ωκεανού. Δεν το ‘χα κάνει
λέξεις, ακόμα—εκείνο το χειρότερο απ’ όλα,
ωστόσο σκέφτηκα ότι μπορούσα να το πω, αν το ‘λεγα
λέξη προς λέξη. Ο φίλος μου οδηγούσε,
στο επίπεδο της θάλασσας, παράκτιοι λοφίσκοι, κοιλάδα,
πρόποδες, βουνά—η ανηφόρα, και των δυο,
προηγούμενών μας χρόνων. Και έλεγα
πως μου είναι πλέον αδιάφορος σχεδόν, ο πόνος,
εκείνο που με πείραζε ήταν—πες πως υπήρχε
o θεός—του έρωτα—και ότι είχα αφιερώσει—προοριζόμουνα
να αφιερώσω—τη ζωή μου—σε αυτό—και
είχα αποτύχει, ίσως μπορούσα να υποφέρω για αυτό μονάχα—
όμως, τι θα γινότανε, αν,
είχα βλάψει, την αγάπη; Κι έτσι όπως ούρλιαξα όλα αυτά,
επάνω στα γυαλιά μου λίμνασε το αλμυρό νερό, σχεδόν
γλυκό, και τότε, επειδή του έδωσα όνομα,
εκείνου του χειρότερου απ’ όλα—κι αφού του ‘δωσα όνομα,
το ήξερα πως δεν υπήρχε ο θεός του έρωτα, υπήρχαν μόνο
άνθρωποι. Κι ο φίλος μου πλησίασε,
εκεί που οι γροθιές μου μάγκωναν η μια την άλλη
και με το πίσω μέρος των χεριών του τις ακούμπησε, για ένα
δευτερόλεπτο, αδέξια, με εκείνη την ευγένεια
του μη έρωτα, αλλά με μία καλοσύνη σπιτική.

—Σάρον Όλντς

 

……………………………………………

 

The Worst Thing

One side of the highway, the waterless hills.
The other, in the distance, the tidal wastes,
estuaries, bay, throat
of the ocean. I had not put it into
words, yet—the worst thing,
but I thought that I could say it, if I said it
word by word. My friend was driving,
sea-level, coastal hills, valley,
foothills, mountains—the slope, for both,
of our earliest years. I had been saying
that it hardly mattered to me now, the pain,
what I minded was—say there was
a god—of love—and I’d given—I had meant
to give—my life—to it—and I
had failed, well I could just suffer for that—
but what, if I,
had harmed, love? I howled this out,
and on my glasses the salt water pooled, almost
sweet to me, then, because it was named,
the worst thing—and once it was named,
I knew there was no god of love, there were only
people. And my friend reached over,
to where my fists clutched each other,
and the back of his hand rubbed them, a second,
with clumsiness, with the courtesy
of no eros, the homemade kindness.

—Sharon Olds