William Shakespeare (ως καλιαρντη)

[Σονέτο 20: καλιαρντά]

Μούτζας1 μουτσούνα έχεις, τουρλουκουλίκω2 από μπρατέλο3 Φύσης
Δίσκε4 μου, ντέζι5 μου
Μούτζας κουόρα6 έχεις μα δεν
Αβέλεις μούσι7 συνεχώς κι ούτε πάλι αλλάζεις γνώμη όπως οι μούντζες
Και έχεις δικελτά8 μα πόσο πιο λατσά9 από τα δικελτά τους
Που ό,τι και αν δικέλουν το σογιάρουν10
Είσαι λιγάκι μοντερνότεκνο11 κι όλους τους τέκνο ντεζοψήνεις12
Όλοι σε ντεζιράρουν13 και τις μούντζες καλιαρντοκαψουρεύεις14
Έλα που όμως προοριζόσουνα να γίνεις μούντζα
Μέχρι που η φύση, όπως σε έφτιαξε, την είδε πιπιλογαμούλης15
Και μ’ ένα πραματάκι που σου πρόσθεσε με έβγαλε εκτός
Αφού σε προορίζει μονάχα για τις μούντζες
Μένω να πισελοκαπνιάζομαι16 λοιπόν, κι αυτές με την καραμποντού17 σου.

―Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

1μούντζα: γυναίκα
2τουρλουκουλίκω: ζωγραφιά
3μπρατέλο: χέρι
4δίσκος: ενεργητικός και παθητικός ομοφυλόφιλος· σημειώνεται ότι το master-mistress στο πρωτότυπο έχει διχάσει γενιές μεταφραστών για το πώς πρέπει να αποδοθεί
5ντέζι: πόθος, επιθυμία, καύλα
6κουόρα: καρδιά
7αβέλω μούσι: έχω νεύρα
8δικελτά: μάτια
9λατσός: ωραίος
10σογιάρω: φωτίζω
11μοντερνότεκνο: νεαρός κίναιδος
12τέκνο ντεζοψήνω: εκμαυλίζω
13ντεζιράρω: ποθώ
14καλιαρντοκαψούρης: λάγνος
15πιπιλογαμούλης: αγαπησιάρης και πολύ συναισθηματικός εραστής
16πισελοκαπνιάζομαι: ονειρεύομαι
17καραμποντού: σωματάρα, κορμάρα

 

……………………………………………

 

[Sonnet 20]

A woman’s face with Nature’s own hand painted
Hast thou, the master-mistress of my passion;
A woman’s gentle heart, but not acquainted
With shifting change, as is false women’s fashion;
An eye more bright than theirs, less false in rolling,
Gilding the object whereupon it gazeth;
A man in hue, all hues in his controlling,
Much steals men’s eyes and women’s souls amazeth.
And for a woman wert thou first created;
Till Nature, as she wrought thee, fell a-doting,
And by addition me of thee defeated,
By adding one thing to my purpose nothing.
But since she prick’d thee out for women’s pleasure,
Mine be thy love and thy love’s use their treasure.

―William Shakespeare