Μάγοι με τα δώρα
Μακάρι να ήσουν καλύτερη μητέρα
Πώς θα μπορούσα να είμαι;
Θα χρειαζόμουν καλύτερο εαυτό,
κι αυτό είναι ένα δώρο που ποτέ δεν πήρα.
Άρα μου λες πως φταίει κάποιος άλλος;
Το δώρο του να είχα εγώ καλύτερη μητέρα,
και η μητέρα μου να είχε και αυτή καλύτερη μητέρα.
Ένα δώρο που συνεχίζει να μη δίνεται.
Ποιος υποτίθεται ότι το δίνει;
Και υποθέτεις ότι ξέρω την απάντηση;
Κι εγώ όμως υποτίθεται πως κάπως πρέπει και να ζήσω.
Υποθέτω πως πρέπει να ζήσεις σαν να σου είχαν δώσει
περισσότερα να ζήσεις. Μπορείς να φτιάξεις τα μαλλιά σου για παράδειγμα.
Κόβω τα μαλλιά μου και τα πουλάω
και με τα λεφτά που βγάζω παίρνω ό,τι θέλεις.
Δεν θέλω τίποτα παρά την ευτυχία σου.
Ω αλήθεια!
Ας αναρωτηθούμε τι θα έκανε ο Ιησούς.
Είχε κι αυτός περίεργη μητέρα…
Χρησιμοποίησε τη σμύρνα, το λιβάνι, σαν να
σου είχανε δωθεί άνευ όρων, ως πρωτότοκη.
Είναι ένας γρίφος
Όλα τα δώρα είναι γρίφοι, και όλες οι ζωές είναι
καταμεσής της ζωής των μανάδων.
Μα σε αυτόν τον κόσμο είναι πάντοτε χειμώνας.
Και δεν υπάρχει τέλος.
Η εποχή των ευχαριστιών, η εποχή
όταν οι αρκούδες δεν κρυώνουνε ποτέ,
γιατί κοιμούνται.
Οι αρκούδες δεν κρυώνουνε ποτέ, Μαμά,
μα εγώ είμαι μια αρκούδα που κρυώνει, που κρυώνει.
―Μπρέντα Σόνεσι
……………………………………………
Magi
If only you’d been a better mother.
How could I have been a better mother?
I would have needed a better self,
and that is a gift I never received.
So you’re saying it’s someone else’s fault?
The gift of having had a better mother myself,
my own mother having had a better mother herself.
The gift that keeps on not being given.
Who was supposed to give it?
How am I supposed to know?
Well, how am I supposed to live?
I suppose you must live as if you had been
given better to live with. Comb your hair, for instance.
I cut off my hair, to sell for the money
to buy you what you wanted.
I wanted nothing but your happiness.
I can’t give you that!
What would Jesus do?
He had a weird mother too . . .
Use the myrrh, the frankincense, as if
it were given unconditionally, your birthright.
It’s a riddle.
All gifts are a riddle, all lives are
in the middle of mother-lives.
But it’s always winter in this world.
There is no end to ending.
The season of giving, the season
when the bears are never cold,
because they are sleeping.
The bears are never cold, Mama,
but I am one cold, cold bear.
―Brenda Shaughnessy
*
Ο λόγος που έμεινα, 1997—2001
Κάθε φορά που αλλάζαμε διαμέρισμα,
και είχαμε αλλάξει τρεις φορές, το ήξερα
ότι δεν έπρεπε, πως έπρεπε
να φύγω όσο μπορούσα, κάθε
φορά όμως που αλλάζαμε διαμέρισμα
βρισκόμασταν σε απελπιστική κατάσταση,
μας είχαν διώξει ή αυξήσει το ενοίκιο
και είχαμε μονάχα ένα κρεβάτι
οικονομίες όχι, μονάχα φίλες
που μερικές γνωρίζανε πως έσπασες το χέρι
σου απ’ τη μπουνιά που έδωσες στον τοίχο,
λίγα εκατοστά μακριά απ’ το κεφάλι μου,
και μερικές που ξέρανε πως
μου πετούσες πράγματα
όταν εγώ σου ‘λεγα πράγματα
που δεν σου άρεζαν, σαν να ‘τανε οι λέξεις μου
τα πράγματα που σου πετούσα πρώτη εγώ.
Για σένα ήταν δίκαιο.
Αδύνατον να θυμηθώ τα όσα άσχημα
σου είπα — η επιλεκτική μου
μνήμη πάντα σε εξόργιζε
και γιατί όχι: πάντα
θυμόμουνα τα όσα άσχημα
μου είχες κάνει
Και ναι θυμάμαι
όλα όσα μου πέταξες:
μία καρέκλα
πάνω απ’ τα κεφάλια μας στο μπαρ (η Λιζ ήταν
εκεί), έναν καθρέφτη ως φρίζμπι
που προοριζόταν για τα γόνατά μου,
ένα κουτί ρύζι ψητό που έσκασε
δίπλα από τη σκιά της μόνης
καλής λάμπας που διαθέταμε, λεκέδες λάδι
και μικρά ζωύφια η διακόσμησή της.
Επίσης, με πέταξες
στον τοίχο
κι έλεγες πάντα πως ήταν επειδή
σε έφερνα στα όριά σου επειδή
με αγαπούσες τόσο
και ότι δεν ήθελες να φύγω
κι ότι θα έχανες τον έλεγχο
αλλιώς κι αργότερα
με ικέτευσες να μείνω, κι ότι αν έφευγα
θα σήμαινε ότι κανείς ποτέ δεν θα σε
αγαπούσε και δεν μπορούσα
να αντέξω στην ιδέα ότι σκέφτεσαι όλα
αυτά για εμάς τις δυο.
Δεν ήμουν κάποια
που θα άφηνε να τη χτυπήσουν· ποτέ
δε θα το επέτρεπα από άντρα. Θα ήταν
εγκληματική ενέργεια αν ένας άντρας έκανε
όσα μου έκανες εσύ.
Μα είχες πληγωθεί
κι όλος αυτός
ο πόνος κι ο θυμός ήθελαν κι άλλο
χρόνο, και σε έβγαζα εκτός
ελέγχου, και ήμουν τόσο
πεισματάρα και καλή να λέω κακιασμένα
πράγματα, τι άλλο θα μπορούσες
να είχες κάνει;
Σου άρεσε να κάνεις ότι με χτυπάς
με τη γροθιά σου και έπειτα να
γελάς με τις
γκριμάτσες μου. Ήταν σημαντικό ότι
ποτέ στ’ αληθινά δεν με χτυπούσες,
ποτέ δεν μου ‘δωσες μπουνιά
με τη γροθιά σου: μόνο με άρπαζες
και με έπνιγες με εκσφενδόνιζες και έκανες
στον τοίχο δίπλα μου εσοχές,
και παραλίγο αστοχούσες, μα όμως ξέραμε
πως ήθελες να αστοχήσεις, ποτέ πραγματικά
δεν ήθελες να με χτυπήσεις
στο κεφάλι με κάτι βαρύ,
με κάτι ελαφρύ, ίσως,
μ’ ένα βιβλίο που αγαπούσα για παράδειγμα.
Όταν μία γυναίκα που αγαπάς σε χτυπά
στο κεφάλι με ένα βιβλίο
που αγαπάς, είναι αυτό αγάπη;
Ντρεπόμουν και φοβόμουν πως ίσως
κάποιος μάθαινε για εμάς, αργότερα
φοβόμουν και ντρεπόμουν
ότι ίσως ήδη ξέραν μα δεν ξέρανε
πως θα μπορούσανε να βοηθήσουν. Στ’ αλήθεια
νόμιζα πως ήταν μυστικό;
Σίγουρα όχι από τους μπάτσους που φωνάξαμε
μετά από δύο άσχημους καυγάδες ή την Πέγκυ που
σε άφησε να μείνεις σπίτι της για ένα μήνα.
Σε είχα διώξει. Περάσατε καλά τα δυο σας.
Όμως δεν μου ‘φταναν τα χρήματα
για το ενοίκιο,
κι έτσι επέστρεψες, θριαμβευτικά,
η Πέγκυ ακόμα ερωτευμένη με την πάρτη σου
κι εσύ καυχιόσουν για τα
χρήματα που έβαλες στην άκρη.
Περικυκλωμένη από φίλες,
πού θα μπορούσα να μιλήσω;
Ποιος ο λόγος να μιλήσω κάπου που
δεν μας ξέρουν ήδη αρκετά καλά
για να το ξέρουν ήδη;
Αν όλες ήξεραν, καμιά δεν έλεγε πως ήξερε.
Μιλούσαμε, όλες μας, σχεδόν
συνέχεια, για πράγματα προσωπικά,
λοιπόν πως μείναμε έτσι τόσο σιωπηλές;
Εσύ κι εγώ, μαζί σε όλα αυτά,
ήμασταν μόνες σ’ όλα αυτά,
μόνες στη μέση από γυναίκες που μας
αγαπούσαν. Εμείς οι δυο δεν ήμασταν ποτέ
πιο μόνες παρά όταν ήμασταν μαζί.
―Μπρέντα Σόνεσι
……………………………………………
Why I Stayed, 1997—2001
Each time we moved to a new apartment,
and we did three times, I knew
I shouldn’t, that I should
leave while I had the chance, but each
time we moved to a new apartment
we were desperate,
had been kicked out or priced out
and we only had one bed,
no savings, just friends
some of whom knew that you fractured
your hand punching through a wall,
inches from my head,
and some of whom were aware
that you threw things at me
when I said things
you didn’t like, as if my words were
things I threw at you first.
It made sense to you.
I can’t remember the bad things
I said—my self-serving
memory enraged
you, and why not: I always
remembered the bad
things you did.
And, yes, I do remember
everything you threw:
a chair
over our heads at a bar (Liz was
there), a mirror like a frisbee
aimed at my knees,
a carton of fried rice that splat
on the shade of our only
nice lamp, oil stains
patterned it with tiny bugs.
Also, you threw
me against a
wall, but you always said it was because
I made you so mad because
you loved me so much
and didn’t want to lose me
that you’d lose control
instead and later
beg me to stay, that if I left you
it meant you would never
be loved and I couldn’t
bear to have you think that
about either one of us.
I wasn’t someone
who’d let herself be hit; I’d never
take that from a man. A man
would be a criminal
if he did what you did.
But you had been
hurt and all that
pain and anger needed more
time, and I made you so
crazy, I was so
stubborn and good at mean
words, what else were you
supposed to do?
You liked to raise your fist pretending
to hit me and then
half-smile when
I winced or cringed. It was important
that you had never actually hit me,
never punched me
with a closed fist: you’d only grabbed me
and choked me and flung me and made
dents in the wall next to me,
and narrowly missed me, but we knew you
meant to miss, never truly
meant to clobber me
on the head with something heavy,
something light, maybe,
like a book I loved.
When a woman you love hits you
on the head with a book
you love, is that love?
I was so ashamed and afraid someone
would find out about us, then I was
afraid and ashamed
people already knew but didn’t know
what to do. Did I really think
this was a secret?
Not from the cops we called during two bad
fights or from Peggy who let you stay
with her rent-free that month
I kicked you out. You two had a blast.
But I couldn’t pay the rent
on my own,
so you moved back in, triumphant,
Peggy still in love with you,
and you gloated about
how much money you’d saved.
Surrounded by friends,
whom could I tell?
Why would I tell anyone who didn’t
already know us well enough
to already know?
If everyone knew, none of us said so.
We talked, all of us, almost
constantly, intimately,
so how did we keep ourselves so quiet?
You and I, together in this,
were alone with this,
alone among women who loved us.
The two of us never more alone
than when together.
―Brenda Shaughnessy