Όλο Τελειώνει O Κόσμος, Κι Όλο Συνεχίζει
Πριν την αποκάλυψη, ήταν η αποκάλυψη με τις βάρκες:
βάρκες φυλακισμένων, βάρκες να σπάνε κάτω από ουρανο-σίδερο, βάρκες να κάνουν
πτώματα να ανθίζουνε σα φύκη σ’ ακτή. Πριν την αποκάλυψη, ήταν η αποκάλυψη
του βομβαρδισμένου τζαμιού. Ήταν η αποκάλυψη του οδηγού ταξί παραμορφωμένου
από τις φλόγες. Ήταν η αποκάλυψη του να φεύγεις, και του να έχεις φύγει—
της μητέρας μου να ξεκολλάει απ’ τον τάφο της μητέρας της καθώς το αεροπλάνο
έτρεχε στον διάδρομο. Πριν την αποκάλυψη η αποκάλυψη των
αεροπλάνων. Ήταν η αποκάλυψη των αγωγών να νομοθετούνται
μέσα από ιερά νερά, κι η αποκάλυψη των σκύλων. Πριν απ’ την οποία ήταν
η αποκάλυψη των σκύλων και της μάνικας. Πριν απ’ την οποία, η αποκάλυψη
των σκύλων και των κυνηγών σκλάβων με πρόσωπα να λάμπουν στους φανούς.
Πριν την αποκάλυψη, η αποκάλυψη των μελισσών. Tου καλόγερου για ρούχα. H αποκάλυψη
στην επιλεκτική σιωπή διδακτικών βιβλίων. Ήταν η αποκάλυψη της συμφωνίας
και του αυτόματου διανομέα· η αποκάλυψη της συμφωνίας και
του βάζου με κρανία· ήταν το άσυλο των κονσερβοποιών· η ραδιενεργός βροχή·
ο δίχως καρέκλα οσιομάρτυρας που απαιτεί ένα όνομα. Γεννήθηκα από μια αποκάλυψη
και ήρθα να σου πω ό,τι ξέρω—που είναι πως η αποκάλυψη ξεκίνησε
όταν ο Κολόμβος δόξασε το θεό και κατέβασε την άγκυρά του. Ξεκίνησε όταν μια ήπειρος
εμπλέχθηκε σε κοτολέτες. Ξεκίνησε όταν ο Κουμπλάι Χαν είπε στο Μάρκο, Ξεκίνα
απ’ την αρχή. Όταν η αποκάλυψη ξεκίνησε, ο κόσμος είχε ήδη
τελειώσει. Τελείωνε κάθε μέρα για έναν αιώνα ή δύο. Τελείωνε, και ένα άλλο τέλος
του κόσμου υφαίνονταν στη θέση του. Τελείωνε και ξυπνούσαμε και παραγγέλναμε ελληνικούς καφέδες,
τραβούσαμε το ζεστό υγρό μέσα απ’ τα δόντια μας, όπως παντού, η αποκάλυψη βροντούσε,
η αποκάλυψη θυμόταν, η αγαπητή μας, αγαπημένη αποκάλυψη—παρασύρθηκε
αργά από τα δέντρα παντού τριγύρω μας, τόσο δυνατά που σταματήσαμε να την ακούμε.
―Φράνι Τσόι
μετάφραση: Sam Albatros
……………………………………………
The World Keeps Ending, and the World Goes On
boats of prisoners, boats cracking under sky-iron, boats making corpses
bloom like algae on the shore. Before the apocalypse, there was the apocalypse
of the bombed mosque. There was the apocalypse of the taxi driver warped
by flame. There was the apocalypse of the leaving, and the having left—
of my mother unsticking herself from her mother’s grave as the plane
barreled down the runway. Before the apocalypse, there was the apocalypse
of planes. There was the apocalypse of pipelines legislating their way
through sacred water, and the apocalypse of the dogs. Before which was
the apocalypse of the dogs and the hoses. Before which, the apocalypse
of dogs and slave catchers whose faces glowed by lantern-light.
Before the apocalypse, the apocalypse of bees. The apocalypse of buses.
Border fence apocalypse. Coat hanger apocalypse. Apocalypse in
the textbooks’ selective silences. There was the apocalypse of the settlement
and the soda machine; the apocalypse of the settlement and
the jars of scalps; there was the bedlam of the cannery; the radioactive rain;
the chairless martyr demanding a name. I was born from an apocalypse
and have come to tell you what I know—which is that the apocalypse began
when Columbus praised God and lowered his anchor. It began when a continent
was drawn into cutlets. It began when Kublai Khan told Marco, Begin
at the beginning. By the time the apocalypse began, the world had already
ended. It ended every day for a century or two. It ended, and another ending
world spun in its place. It ended, and we woke up and ordered Greek coffees,
drew the hot liquid through our teeth, as everywhere, the apocalypse rumbled,
the apocalypse remembered, our dear, beloved apocalypse—it drifted
slowly from the trees all around us, so loud we stopped hearing it.
―Franny Choi
*
Σε αυτόν που μου φώναξε στον δρόμο «Μ’ αρέσει το τηγανητό ρύζι με χοιρινό»
θες να με φας.
ωραία. τι γεύση έχει
θες να με φας
με το τζιν ή με κάτι
φτηνότερο. λίγο πιο εύπεπτο.
πιο μπουκίτσες. λίγο πιο ευχαριστώ
έλα: είμαι γεμάτη λάδια.
περιποιούμαι κάθε μέρα
τα μαλλιά μου με συντηρητικά από την Κίνα.
είμαι ανθυγιεινή. έχω ανάμεσα στα δόντια
φανάρια κόκκινα. τι γεύση
έχει: ανάμεσα στα πόδια μου
κάτι να φας πακέτο.
πλαστική σακούλα κυρία. με άσπρο ψευτο-πιρουνάκι
έτοιμο να σπάσει στη μέση. πέταξε με.
γεύση σουπιάς παστής. χείλη
πρησμένα με αλάτι. χείλη που ξεχειλίζουν
κάτι ξένο έτσι λοιπόν να με φωνάζεις
χοιρινό. κάτι χυδαίο με σγουρή ουρά
που παίζει μες στη λάσπη. βρόμικο κρέας.
μες στο στομάχι σου σκουλήκια. φέρνω
τον πυρετό. θα έχεις θέμα. ένα κορίτσι
σφαγμένο, τεμαχισμένο μες στο
αλουμινόχαρτο λικνίζεται. ειλικρινή κανίβαλε.
με θες σε μπουκίτσες
δίχως μάτια να σε μπουκώνουν.
όμως σε παρακολουθούσα
απ’ τα σφαγεία. απ’ όταν
με είπες βρώσιμη. ξέρασες
κι όλας στο τέλος. τυχερέ.
φύγε & παρ’ τα όλα.
κάνε πως είσαι αρχαιολόγος όμως
άκου προσεκτικά καθώς
τα δόντια σου
μασάνε & άκου το γουρουνίσιο
στρίγγλισμά μου από τους
τραπεζίτες σου. δες το αλάτι να ξυπνά
σφαδάζοντας, συνάπτοντας.
κοίτα πως
ζωντανεύω, δες τα πλοκάμια
& τα δόντια. κοίτα πως
ανασταίνομαι ηλεκτρική.
τι γεύση
έχει: εκδίκησης
στριφογυρίζω μες στο στόμα σου
σε στραγγαλίζω ήσυχα
από τα μέσα
―Φράνι Τσόι
μετάφραση: Sam Albatros
……………………………………………
To the Man Who Shouted “I Like Pork Fried Rice” at Me on the Street
you want to eat me
out. right. what does it taste like
you want to eat me right out
of these jeans & into something
a little cheaper. more digestible.
more bite-sized. more thank you
come: i am greasy
for you. i slick my hair with msg
every morning. i’m bad for you.
got some red-light district between
your teeth. what does it
taste like: a takeout box
between my legs.
plastic bag lady. flimsy white fork
to snap in half. dispose of me.
taste like dried squid. lips puffy
with salt. lips brimming
with foreign so call me
pork. curly-tailed obscenity
been playing in the mud. dirty meat.
worms in your stomach. give you
a fever. dead meat. butchered girl
chopped up & cradled
in styrofoam. you candid cannibal.
you want me bite-sized
no eyes clogging your throat.
but i’ve been watching
from the slaughterhouse. ever since
you named me edible. tossed in
a cookie at the end. lucky man.
go & take what’s yours.
name yourself archaeologist but
listen carefully
to the squelches in
your teeth & hear my sow squeal
scream murder between
molars. watch salt awaken
writhe, synapse.
watch me kick
back to life. watch me tentacles
& teeth. watch me
resurrected electric.
what does it
taste like: revenge
squirming alive in your mouth
strangling you quiet
from the inside out.
―Franny Choi