Παραμένοντας Σιωπηλός
Κάποτε, κάποιος είπε πως κάτι είναι όμορφο & έτσι το φόρεσε,
το ‘θαψε, το ‘κανε νόμισμα. Κάπου, ίσως εδώ, ίσως και τώρα,
μένω ακίνητος σαν άγαλμα μέχρι εκείνος να κοιτάξει προς τα ‘δω. Κάποιες φορές
αισθάνομαι πως δεν υπάρχω μέχρι να με αποκαλέσει κάποιος όμορφο. Κάποιες φορές
ακόμα κι οτιδήποτε ζεστό αρκεί. Κάποιες φορές είμαι εγώ, κάτι ζεστό όταν τα φώτα
χαμηλώσουν. Όμορφο, έτσι με αποκάλεσε εκείνος ο άντρας αφού έκανε πάνω μου
ό,τι ήθελε—δεν έχω άλλον τρόπο να το πω διαφορετικά και πάλι,
—το σώμα, τη σιωπή μου. Όμορφο. Γιατί, αναρωτιέμαι, για να μπορέσεις να
αγαπήσεις τον εαυτό σου πρέπει, πρώτα, να σ’ αγαπήσουν; Πλυμένο κόκκαλο
ως το μεδούλι. Μυρμήγκια στη σειρά μεγεθυμένα στάχτη. & φυσικά,
δεν ρωτώ κανέναν. & φυσικά, γνωρίζω την απάντηση.
Φυσικά & ξέρω πως δεν τρέχουν ξωπίσω μου, εννοώ οι άντρες.
& μακάρι εκείνος να μην έλεγε τίποτα, μακάρι, — όπως κι εγώ
—να μην έλεγε τίποτα, μα όχι, έπρεπε να είχε μιλήσει, έπρεπε να πει το «όμορφος»—
& τώρα, διάολε, το σώμα μου εμφανίζεται, παγιδευμένο σ’ ένα τούνελ
από ένα τηλεσκόπιο. & τώρα βρίσκομαι εδώ παρατηρώντας τον απόηχο
της ίδιας μου καταστροφής, χωρίς τίποτα όμορφο για συντροφιά.
Ίσως απλά μιλούσε για την πόλη πέρα από το παράθυρο, εκείνος.
Ίσως απλά μιλούσε στον εαυτό του. Ίσως να εννοούσε όμορφα, όπως μπράβο,
όπως κοίτα εδώ τι μόλις έκανα με τα δυο μου χέρια.
―Χιου Μιν Γουιν
……………………………………………
Staying Quiet
Once, a man named a thing beautiful & so we wore it,
buried it, turned it into currency. Somewhere, maybe here, maybe now,
I stand completely still until he looks in my direction. Sometimes I don’t
believe I exist until someone calls me beautiful. Sometimes
any warm thing will do. Sometimes it’s me, a warm thing in the low
light. Beautiful is what the man called me after he did
what he wanted with — I’m running out of ways to describe it
— my body, my silence. Beautiful. Why, I ask, in order to love
yourself must you, first, be loved? A bone sucked clean
of its marrow. A trail of ants magnified into ash. & of course,
I’m asking no one. & of course, I know the answer.
Of course, I know it’s not me they’re looking for, the men, I mean.
& I wished he didn’t feel the need to speak, really wished — like me
— he just kept quiet, but no, he had to speak, he had to say beautiful —
& now, goddamnit, my body appears, trapped in the long tunnel
of a telescope. & now I am here attending the aftermath
of my own ruin, with nothing but beautiful to keep me company.
Maybe he meant the city beyond the window.
Maybe he was talking to himself. Maybe beautiful, as in good job,
as in look what I just did with my own two hands.
―Hieu Minh Nguyen