Μόστρα (απόσπασμα)
Άκου με
Όλα τα έκανε χρυσάφι η αμέλεια
Άγγιγμα Μίδα Τα βολικά τα στρέφω
Στους νεκρούς μια αντι-ελεγεία
Μαθαίνοντας να μην θρηνώ ό,τι φτιάχνω
Είναι ένα σύμπλεγμα γεννώ βαρύτητα χωρίς να ξέρω
Όχι το σύμπλεγμα μου το δικό σου πες το
Σε πράγματα πολλά ανήκω σε όλα αυτά
Τα κληρονόμησα από ορίζοντα που έχει διεκδικηθεί
Ήμουν σε λέξεις Επίκληση του ιστορικού
ΚάτιΚάτιΚάτι Αλυσίδες
ΚάτιΚάτιΚάτι Ανάξιος
Είμαι πολίτης μιας κακότεχνης ιδέας περί χρέους
Το να ανήκω απασχολούσε έναν εαυτό ακυρωμένο από ‘μένα
H παθητική μετοχή υπονοεί πως το ιστορικό είναι ένας όχλος
Προσπάθησε ξανά Έχω περικυκλώσει μοναξιές μου και ήταν λεγεώνες
Δοκίμασε κάποιο αδίκημα λοιπόν Χρυσάφι η ανέφικτη πληγή
Πολίτης προδοσίας Πολίτης του ζωντανός ζωντανός ζωντανός—
Αναδρομή αυτή η κατάσταση διαφυγής γνώριμη όσο του πατέρα μου
Μάτια κάστανο από κομμένο δέντρο προτού γίνουμε λέξεις
Δες είναι γαμάτη ντρόγκα η Κληρονομιά Εμείς Μαύροι και μας εκτιμούν
Για τη Μόστρα μας είπα αυτό που είπα και έγινα πολίτης
Μίας ασήμαντης δικαιολογίας για πάντα Μόστραρέ τους
Επίκληση του δικέφαλού μου και ο δικέφαλος με στραγγαλίζει
Μένω πλέον εδώ Πολιτεία του Μισισίπι και οπουδήποτε είναι οπουδήποτε
Από όπου κάποιος ίσως να είχε αποδράσει Δραπέτης
Θλιβερό κίνητρο για ποτάμι Είναι περίεργο πράγμα
Να πιστεύεις πως είσαι όμορφος γίνε υπονομευτής του νερού
Όμως είμαι εδώ χειμώνας που λαχανιάζει στις συνθήκες
Αδύναμος ακόμα και για να στραγγαλίσω το γρασίδι σε χώμα Αντ’ αυτού
Τα δέντρα με τους κούφιους τους απόγονους
Εδώ ο αέρας δεν ουρλιάζει μα ανθίζει σε πολιτοφυλακή
Από καστανιέτες εφτά άνθρωποι λιντσαρίστηκαν εδώ
Το ψάχνω και κανένας δεν θα μου πει ποιο δέντρο
Δεν έχεις κουραστεί τόσο απ’ την εικόνα όσο εγώ απ’ την αβεβαιότητα
Κάθε μέρα η βροχή απειλεί Κάθε μέρα η ίδια αλαζονική μου μοναξιά
Άκου με ο ήλιος έτρεχε σαν πανκιό ο ήλιος έτρεχε όπως όφειλε
Ούτε και το χρυσάφι ακόμα δεν είναι αξιόπιστο γιατί χρυσάφι;
Γιατί ήταν το χρώμα της αγάπης μου και κατ’ επέκταση
Της ζωής που έθαψα εδώ Χρυσάφι η γένεση ενός μοναχικού
Τα σκλαβοπάζαρα προγόνων μου μίλια από εδώ Χρυσάφι η γένεση
Ενός άλλου Ξέρω ότι σε τίποτα δεν μοιάζουν εκτός της γεωγραφίας
Κι είναι ακόμα Μόστρα απλά να στέκεσαι οπουδήποτε μένει η ίδια η βαρύτητα
Δοκίμασε τη volta προς το ανέφικτο Μίδας ο μοναχικός που έγινε radif
Ονειρεύομαι να ζήσω ως μια επιχρυσωμένη στραγγάλη
(…)
―Τζούλιαν Ράνταλ
……………………………………………
Flex (excerpt)
Hear me
Neglect turned everything to gold
Midas touch I turn the comfortable
To the dead an anti-elegy tho I’m
Learning not to mourn what I make
It’s a complex this gravity I birth unknowing
Not my complex yours say it
I am owned by several things all of them
Inherited from a horizon claimed before
I was languaged Invoke the historical
Somethingsomethingsomething Chains
Somethingsomethingsomething Unworthy
I’m citizen of a clumsy imperative
Belonging is a concern of a self I deaded
Past participle implies the historical is a mob
Try again I mobbed my own lonely and was legion
Play some offense then Gold the impossible wound
Citizen of betrayal Citizen of the going going going —
Recursion this fugitive state as native to me as my father’s
Eyes chestnut of a tree felled before we were languaged
See Inheritance is a hell of a drug We Black and highly valued
For our Flex I said what I said and became citizen
Of this petty excuse for forever Flex on ’em then
Invocation of the bicep I have and the bicep throttling me
I live here now Mississippi and everywhere is everywhere
That someone may have escaped from Fugitive
A sad motivation for river It’s a strange thing
That belief you are beautiful be a subversion of the water
But here I am winter gasping at the conditions
Too weak to even strangle the grass to soil No instead
Trees feathered with their hollowed offspring
Here the wind don’t howl just blooms a militia
Of castanets seven people were lynched here
I looked it up and nobody will tell me which tree
You are not as tired of the image as I am of uncertainty
Every day the rain threatens Every day my same imperious lonely
Hear me the sun ran like a punk the sun ran like it owed
Not even the gold is trustworthy why gold?
Because it was the color of my love and by extension
The life I buried here Gold the genesis of one lonely
My ancestors were traded mere miles from here Gold the genesis
Of another I know they are not the same in anything but geography
Still it is an act of Flex just to stand anywhere gravity being what it is
Attempt the volta toward impossible Midas the lonely into a radif
Dreams of living life like a gilded garrote
(…)
-Julian Randall