Julian Randall

Μόστρα (απόσπασμα)

 

Άκου με

Όλα τα έκανε χρυσάφι η αμέλεια

Άγγιγμα Μίδα     Τα βολικά τα στρέφω

Στους νεκρούς     μια αντι-ελεγεία

Μαθαίνοντας να μην θρηνώ ό,τι φτιάχνω

Είναι ένα σύμπλεγμα     γεννώ βαρύτητα χωρίς να ξέρω

Όχι το σύμπλεγμα μου     το δικό σου     πες το

Σε πράγματα πολλά ανήκω     σε όλα αυτά

Τα κληρονόμησα από ορίζοντα που έχει διεκδικηθεί

Ήμουν σε λέξεις     Επίκληση του ιστορικού

ΚάτιΚάτιΚάτι Αλυσίδες

ΚάτιΚάτιΚάτι Ανάξιος

Είμαι πολίτης μιας κακότεχνης ιδέας περί χρέους

Το να ανήκω     απασχολούσε έναν εαυτό ακυρωμένο από ‘μένα

H παθητική μετοχή υπονοεί πως το ιστορικό είναι ένας όχλος

Προσπάθησε ξανά     Έχω περικυκλώσει μοναξιές μου και ήταν λεγεώνες

Δοκίμασε κάποιο αδίκημα λοιπόν     Χρυσάφι η ανέφικτη πληγή

Πολίτης προδοσίας     Πολίτης του ζωντανός ζωντανός ζωντανός—

Αναδρομή     αυτή η κατάσταση διαφυγής γνώριμη όσο του πατέρα μου

Μάτια     κάστανο από κομμένο δέντρο προτού γίνουμε λέξεις

Δες     είναι γαμάτη ντρόγκα η Κληρονομιά     Εμείς Μαύροι και μας εκτιμούν

Για τη Μόστρα μας     είπα αυτό που είπα     και έγινα πολίτης

Μίας ασήμαντης δικαιολογίας για πάντα     Μόστραρέ τους

Επίκληση του δικέφαλού μου και ο δικέφαλος με στραγγαλίζει

Μένω πλέον εδώ     Πολιτεία του Μισισίπι     και οπουδήποτε είναι οπουδήποτε

Από όπου κάποιος ίσως να είχε αποδράσει     Δραπέτης

Θλιβερό κίνητρο για ποτάμι     Είναι περίεργο πράγμα

Να πιστεύεις πως είσαι όμορφος γίνε υπονομευτής του νερού

Όμως είμαι εδώ     χειμώνας που λαχανιάζει στις συνθήκες

Αδύναμος ακόμα και για να στραγγαλίσω το γρασίδι σε χώμα     Αντ’ αυτού

Τα δέντρα με τους κούφιους τους απόγονους

Εδώ ο αέρας δεν ουρλιάζει μα ανθίζει σε πολιτοφυλακή

Από καστανιέτες     εφτά άνθρωποι λιντσαρίστηκαν εδώ

Το ψάχνω και κανένας δεν θα μου πει ποιο δέντρο

Δεν έχεις κουραστεί τόσο απ’ την εικόνα όσο εγώ απ’ την αβεβαιότητα

Κάθε μέρα η βροχή απειλεί     Κάθε μέρα η ίδια αλαζονική μου μοναξιά

Άκου με     ο ήλιος έτρεχε σαν πανκιό     ο ήλιος έτρεχε όπως όφειλε

Ούτε και το χρυσάφι ακόμα     δεν είναι αξιόπιστο     γιατί χρυσάφι;

Γιατί ήταν το χρώμα της αγάπης μου     και κατ’ επέκταση

Της ζωής που έθαψα εδώ     Χρυσάφι η γένεση ενός μοναχικού

Τα σκλαβοπάζαρα προγόνων μου μίλια από εδώ     Χρυσάφι η γένεση

Ενός άλλου     Ξέρω ότι σε τίποτα δεν μοιάζουν εκτός της γεωγραφίας

Κι είναι ακόμα Μόστρα απλά να στέκεσαι οπουδήποτε     μένει η ίδια η βαρύτητα

Δοκίμασε τη volta προς το ανέφικτο     Μίδας ο μοναχικός που έγινε radif

Ονειρεύομαι να ζήσω ως μια επιχρυσωμένη στραγγάλη

(…)

 

―Τζούλιαν Ράνταλ

 

……………………………………………

 

Flex (excerpt)

 

Hear me

Neglect turned everything to gold

Midas touch     I turn the comfortable

To the dead     an anti-elegy tho     I’m

Learning not to mourn what I make

It’s a complex     this gravity I birth unknowing

Not my complex     yours     say it

I am owned by several things     all of  them

Inherited from a horizon claimed before

I was languaged     Invoke the historical

Somethingsomethingsomething Chains

Somethingsomethingsomething Unworthy

I’m citizen of a clumsy imperative

Belonging     is a concern of a self   I deaded

Past participle implies the historical is a mob

Try again     I mobbed my own lonely and was legion

Play some offense then     Gold the impossible wound

Citizen of  betrayal     Citizen of the going going going —

Recursion     this fugitive state as native to me as my father’s

Eyes     chestnut of a tree felled before we were languaged

See   Inheritance is a hell of a drug     We Black and highly valued

For our Flex     I said what I said     and became citizen

Of  this petty excuse for forever     Flex on ’em then

Invocation of the bicep I have and the bicep throttling me

I live here now     Mississippi     and everywhere is everywhere

That someone may have escaped from     Fugitive

A sad motivation for river     It’s a strange thing

That belief you are beautiful be a subversion of the water

But here I am     winter gasping at the conditions

Too weak to even strangle the grass to soil     No instead

Trees feathered with their hollowed offspring

Here the wind don’t howl just blooms a militia

Of castanets     seven people were lynched here

I looked it up and nobody will tell me which tree

You are not as tired of the image as I am of uncertainty

Every day the rain threatens     Every day my same imperious lonely

Hear me     the sun ran like a punk     the sun ran like it owed

Not even the gold     is trustworthy     why gold?

Because it was the color of my love     and by extension

The life I buried here     Gold the genesis of one lonely

My ancestors were traded mere miles from here     Gold the genesis

Of  another     I know they are not the same in anything but geography

Still it is an act of   Flex just to stand anywhere     gravity being what it is

Attempt the volta toward impossible     Midas the lonely into a radif

Dreams of living life like a gilded garrote

(…)

 

-Julian Randall