Ελεγεία Με Το Κραγιόν Της Μητέρας Μου
Κατεβαίνω στην παραλία που βλέπει Ειρηνικό.
Η βροχή κάνει σούρες στην άμμο. Απ’ την άλλη πλευρά,
η γιαγιά μου κοιμάται χωρίς να βγάζει ήχους.
Το áo dài της από μετάξι πάλλευκο. Η μητέρα μου ήξερε
πως η μητέρα της πέθανε πολύ πριν χτυπήσει τηλέφωνο
ανακοινώνοντας την αναχώρηση του τελευταίου Αμερικανικού
ελικοπτέρου απ’ το Sài Gòn. Βέλος που εκτοξεύτηκε πίσω στο τόξο του,
πύραυλος μακρινών αποστάσεων, θα πήδαγε στον ουρανό
για να πετάξει πίσω στο σπίτι αν μπορούσε. Αντί για αυτό δουλεύει
υπερωρίες. Τυλίγει τα μαλλιά της σε ρόλερ, βάζει στα μάγουλα
ρουζ όπως η Γκόνγκ Λι στο Σήκωσε τα Κόκκινα Φανάρια,
και εγώ ο αντικαταστάτης της. Κρύβομαι πίσω απ’ τις πόρτες
ανάμεσα στη θλίψη της και τη δική μου. Βάζω το φαουντέισιον της
στο πρόσωπό μου. Κρύβω όσα αυτή κρύβει για μένα,
σουφρώνοντας χείλη να δώσω φιλάκι σαν να φιλάω επικίνδυνα
άντρα που μ’ αγαπά όπως θέλω να μ’ αγαπούν.
Λέω δυνατά τα μαγεμένα ονόματά τους: Twisted Rose,
Fuchsia in Paris, Irreverence. Διαλέγω το κραγιόν που
της αρέσει λιγότερο. Το στόμα μου ρόδι σπασμένο
στη μέση, χειροβομβίδα με χαλαρή περόνη. Στην κουζίνα,
τυλίγω λευκό σεντόνι γύρω απ’ τη μέση μου και χορεύω
για ώρες, κοιτώντας την αντανάκλασή μου σ’ ένα καμένο τηγάνι.
Γελάω για ώρα, όπως γελούσε η γιαγιά μου όταν
μου μάθαινε τις προσευχές από το Chú Đại Bi.
Θυμάμαι να πλέκω σε ανυπόφορη ζέστη τα μαλλιά της. Τα μικρο-
σκοπικά μου δάχτυλα να πλέκουν ασημένιες τούφες γαλλική πλεξούδα.
Κάθε κόμπος ένα άλλο μέλλον που δεν ονομάτισε ποτέ, θαμμένος
στο χώμα της, η άγονη γη όπου κρατά
την αμείλικτη μυρωδιά κομουνιστών στρατιωτών να βάζουν
φυλακή όσα παιδιά της απόμειναν. Συγνώμη, μητέρα
της μητέρας μου, bodhisattva με τα χίλια σου χέρια.
Φαίνεται το ‘χει η οικογένειά μας, κανένα παιδί να μην
παραμένει παιδί που η μητέρα του μπορεί να τo αγαπήσει.
―Πολ Τραν
……………………………………………
Elegy With My Mother’s Lipstick
I climb down to the beach facing the Pacific Ocean.
Torrents of rain shirr the sand. On the other side,
my grandmother sleeps soundlessly in her bed.
Her áo dài of the whitest silk. My mother knew
her mother died long before the telephone rang
like bells announcing the last American helicopter
leaving Sài Gòn. An arrow shot back to its bow,
a long-distance missile, she’d leap into the sky
to fly home if she could. She works overtime
instead. She curls her hair with hot rollers, rouges
her cheeks like Gong Li in Raise the Red Lantern,
and I’m her understudy. Hiding in the doorways
between her grief and mine, I apply her foundation
to my face. I conceal the parts of me she conceals,
puckering my lips as though dangerously kissing
a man that loves me the way I want to be loved.
I speak their bewitching names aloud: Twisted Rose,
Fuchsia in Paris, Irreverence. I choose the lipstick
she least approves. My mouth a pomegranate split
open, a grenade with its loose pin. In the kitchen,
I wrap a white sheet around my waist and dance
for hours, checking my reflection in a charred skillet.
I laugh her laugh, the way my grandmother laughed
as she taught me to pray the Chú Đại Bi. I remember
braiding her hair in unbearable heat. My tiny fingers
weaving silver strands into a fishtail, a French twist.
Each knot another future she never got to name, buried
in the soil of her, the barren plot where she keeps
the relentless odor of communist soldiers locking
her only surviving children away. I’m sorry, mother
of my mother, bodhisattva with your thousand hands.
No child in our family stays a child their mother can love.
―Paul Tran