torrin a. greathouse

Yπό Kράτηση

 

Κάθομαι απέναντι απ’ το σύντροφό μου

στον προθάλαμο της ψυχιατρικής κλινικής

 

με τα χέρια στα γόνατα. Δεν επιτρέπεται

το αγγίζειν. Ο αέρας μεταξύ μας πηχτός σα ζελατίνη.

 

Μου λέει πόσο μοιάζει αυτό το μέρος με φυλακή.

 

 

Όλα αποστειρωμένα άσπρο

όλα τους τόσο καθαρά που θα μπορούσανε να απολυμάνουνε

μια ανάμνηση.

 

 

Το 1787

ο Jeremy Bentham συνέλαβε αυτό που θα γινόταν

το πιο σύνηθες σχέδιο φυλακής:

 

το Πανοπτικό.

 

Σκοπός να καταστέλλει τους κρατούμενους διαμέσου της ψευδαίσθησης

ότι τους παρακολουθούν συνέχεια.

 

 

Το σύντροφό μου λέει στον ψυχολόγο

ότι φοβάται να αυτοκτονήσει

 

ότι ισορροπεί στην άκρη ενός κτηρίου

& τρεις υπάλληλοι το βγάζουνε απ’ το δωμάτιο.

 

 

Ο πρώτος μπάτσος που μου έβαλε χειροπέδες

[ήτανε ο πατέρας μου]

με άφησε δεμένο

μέχρι που γίναν μπλε τα χέρια μου.

 

Τις μέρες που δεν μπορώ να θυμηθώ

το πρόσωπό του,

γίνεται μυρωδιά από

βότκα & από zip ties

γίνεται ήχοι από

μανικετόκουμπα & από ένα μπουκάλι

που λειαίνει σε λεπίδες.

 

 

Στην υποδοχή μου αφαιρούνε τα γυαλιά

& οι φύλακες θολώνουνε σε μια πομπή

από πατέρες.

 

 

Φέρνω στο σύντροφό μου ρούχα & σερβιέτες

καθώς αποφασίσανε να μείνει περισσότερο,

 

βάζω κάθε μπλουζάκι που θα μπορούσε να το στοχοποιήσει

ως αδερφή πίσω στη ντουλάπα & την κλείνω [σαν ένα στόμα].

 

 

Η λέξη πουστάρα γραμμένη πρόχειρα

στα χείλη του φρουρού σαν γκράφιτι.

 

 

Κάθε φορά που επισκέπτομαι το σύντροφό μου

επιμένει να μένουμε μέσα

 

ο ουρανός από πάνω

η αυλή περιφραγμένη

με συρματόπλεγμα.

 

 

Δηλώνω ένοχο

σ’ αντάλλαγμα για: το πρόσωπό μου, τα αποτυπώματά μου, το DNA μου

& δέκα χρόνια αναστολή.

 

Κάθε φορά που βλέπω μπάτσο, φοβάμαι

πως ακόμα κι η ανάσα μου

είναι εγκληματική ενέργεια

 

κι όταν η ψυχολόγος με ρωτά

αν έχω τάσεις αυτοκτονίας

λέω ψέματα.

 

Ίσως κι οι δυο τους

είναι ένας τρόπος

παρακολούθησης.

 

 

Δακρυγόνα πλημμυρίζουνε το δρόμο

ακονίζουν το νερό σε μια λεπίδα

που κρύβεται στην κόγχη του ματιού μου.

 

& έτσι, ένα αυτοκίνητο διμοιρίας

ξανακάνει τη θλίψη μου όπλο.

 

Αν το σύντροφό μου βάλει χειροπέδες

στους καρπούς μου

 

[& αυτό το ζήτησα]

 

έχει εξίσου κάνει όπλο

την επιθυμία μου;

 

 

Μια γυναίκα στην κλινική

λέει στο σύντροφό μου:

Ξέρω τι είσαι

Λέει:

Αμαρτωλέ

Λέει:

Αντίχριστε

Το σύντροφό μου απαντά,

λέει ασυναρτησίες σε γλώσσες

δαιμονισμένες & το κλείνουν στο δωμάτιο

για να το προστατεύσουν.

 

 

Κάποτε ένας μπάτσος

με έσυρε σε ένα σοκάκι &

με χτύπησε σα να ‘ξερε

ακριβώς τι ήμουν.

 

Τι δείχνει άραγε το ότι όταν μερικές φορές

ζητάω από το σύντροφό μου να με δείρει

 

περιμένω τη γροθιά του μπάτσου

σφιχτή μες στο λαιμό του συντρόφου μου, τη φωνή του

μπάτσου να μελανιάζει τη γλώσσα του συντρόφου μου;

 

Με έχουν συλλάβει & με βάλανε

[στις φυλακές ανδρών]

στην απομόνωση.

 

Μου λένε ότι είναι

για να με προστατεύσουν. Πως δεν μπορούν

να ρισκάρουν μηνύσεις αν με σκοτώσουν. Με αυτόν τον τρόπο,

μου λένε πως είμαι γυναίκα

 

μόνο όταν δεν αναπνέω

άλλο.

 

 

Η ρίζα της λέξης φυλακή (prison)

είναι λατινική (prehendere) — σημαίνει παίρνω.

 

Συνεπάγεται, λοιπόν,

το ότι να πάρεις την απόφαση να τα τελειώσεις όλα

είναι να φυλακίζεις το σώμα κάτω απ’ τη λάσπη.

 

 

[Από πάντα

η αυτοκτονία ήταν εγκληματική ενέργεια].

 

 

Ισορροπώντας στην άκρη του κτηρίου, φαντάζομαι

μια άλλη εκδοχή αυτής της στιγμής

 

όπου το να αποτύχω να πεθάνω

θα διέκοπτε

 

την αναστολή μου.

 

 

Κλαίμε κι οι δυο πρώτη φορά

 

μετά την απελευθέρωση

 

καθώς βλέπουμε τον ουρανό

 

αχνό μπλε

 

κομμένο

 

με μια μονή έλικα

 

συρματοπλέγματος & με κάδρο

 

το αποστειρωμένο άσπρο.

 

―torrin a. greathouse

μετάφραση: Sam Albatros

 

……………………………………………

 

On Confinement

 

I sit across the table from my partner

in the atrium of the psychiatric holding facility

 

our hands churched into our laps. We are not allowed

to touch. The air between us thick as Perspex.

 

They tell me all the ways this place resembles a prison.

 

 

Everything a sterile white

so clean it could almost disinfect

a memory.

 

 

In 1787,

Jeremy Bentham conceived of what would become

the most common prison design:

 

the panopticon.

 

Intended to control prisoners through the illusion

that they are always under surveillance.

 

 

My partner tells their therapist

they are afraid of taking

their own life,

 

that they balanced on a building’s edge,

& three officers escort them from the room.

 

 

The first cop who ever handcuffed me

[was my father]

left me bound

till my fingers blued.

 

On the days when I can’t remember

his face,

he becomes the scent of

vodka & zip ties

the sound of

cuffs & a bottle

petaling into blades.

 

 

At the booking office they remove my glasses

& the guards blur into a procession

of fathers.

 

 

I bring my partner clothes & pads

when the hospital decides to hold them longer,

 

shove each shirt that could mark them

as queer back inside the closet & shut it [like a mouth].

 

 

The word faggot scrawls across

the jail guard’s lips like graffiti.

 

 

When I visit my partner

they insist on staying inside

 

the sky above

the patio cordoned

off  with chicken wire.

 

 

I plead my sentence down

in exchange for: my face, my prints, my DNA

& ten years probation.

 

When I see a cop, I fear

even my breath

criminal

 

& when my therapist asks me

if  I’m suicidal

I lie.

 

 

Perhaps

both are a kind

of  surveillance.

 

 

Tear gas floods the street,

sharpens water to a blade

hidden in the orbit of my eye.

 

& just like this, a squad car

remakes my sadness a weapon.

 

If my partner snaps cuffs

around my wrists

 

[& I asked for this]

 

have they also weaponized

my desire?

 

 

A woman in the facility

tells my partner:

I know what you are.

Says:

Sinner.

Says:

Anti-christ.

 

My partner goads her on,

babbles in false

tongues & is confined

to their room for safety.

 

 

Once, a cop dragged me

into an alley &

beat me like he knew

exactly what I was.

 

What does it say if sometimes

when I ask my partner to hit me

 

I expect his fist

tightened in their throat, his voice

bruising their tongue?

 

 

I am arrested & placed

[in the men’s jail]

in solitary confinement.

 

They tell me this is protective

custody. That they couldn’t afford

the lawsuit if  I were killed. In this way,

they tell me I am a woman

 

only when I am no longer

breathing.

 

 

The origin of the word prison

is the Latin prehendere — to take.

 

It follows, then,

that to take your life is to prison

the body beneath dirt.

 

 

[Historically,

suicide is a criminal act].

 

 

Balanced on a building’s edge, I imagine

some permutation of  this moment

 

where to fail at death

would be a breach

 

of my probation.

 

 

We both weep for the first time

 

upon release

 

when we see the sky.

 

Pale blue

 

sliced through

 

with a single helix

 

of razor wire & bordered

 

in sterile white.

 

―torrin a. greathouse